Όπως σχεδόν κάθε πρωί, έτσι και χθες έβαλα το γυαλί ηλίου και ξεκίνησα να σέρνομαι προς το μαγαζί της κυρά Τασούλας.
Η συμπαθεστάτη κυρά Τασούλα, ειδικά το πρωί, είναι μια δύσκολη υπόθεση. Μιλάει πάρα πολύ. Από την άλλη, εγώ αν δεν πιω καφέ, δεν επικοινωνώ. Βέβαια, η κυρά Τασούλα με γνωρίζει, οπότε δεν παρεξηγεί που σκάω πρωινιάτικα ανέκφραστη και δεν έχω καν the courtesy να βγάλω το γυαλί ηλίου.
Μπαίνω λοιπόν στο μαγαζί της, που πουλάει τα πάντα λέμε, και ζητάω τσιγάρα, καφέ και φαΐ. Συνήθως ζητάω μόνο τσιγάρα. Καφέ ζητάω όταν έχω την έμπνευση να μην πιω το γαλλικό που διαθέτω στο σπίτι. Φαί ζητάω από τότε που ανακάλυψα το "πιτάκι".
Το πιτάκι δεν έχει καμία σχέση με πίτα, απλά το αποκαλούμε έτσι χαϊδευτικά γιατί δεν έχουμε ιδέα πώς λέγεται. Επίσης, ήταν ένας έρωτας από τη πρώτη μπουκιά. Και επειδή είμαι ένας βαθιά κολλημένος άνθρωπος, το τρώω κάθε πρωί μέχρι να το ξεπεράσω.
Την παρακολουθώ λοιπόν νωχελικά να μου παρασκευάζει καφέ. Μου λέει για τότε που ήταν μικρή και πήγαινε στις ντίσκο. Γελάω. Μου δείχνει χορευτική κίνηση. Γελάω και με ακούει όλο το τετράγωνο. Παρατηρώ τη βιτρίνα με τα φρεσκοψημένα καλούδια. Και βλέπω ανάμεσα στα άλλα, όχι ένα αλλά δυο πιτάκια. Μου προκαλεί εντύπωση γιατί συνήθως βλέπω ένα.
"Βρε λες?" σκέφτομαι. "Μπα, ας μην το παρακάνω."
Μου τυλίγει το πιτάκι και πάμε στο ταμείο να πληρώσω. Τελευταία στιγμή αλλάζω γνώμη και της λέω να κρατήσει και για το δεύτερο.
"Θα πάρεις και το πιτάκι του Δημήτρη?"
Βγάζω το γυαλί. Το ένα από τα φρύδια μου έχει σηκωθεί από μόνο του.
"Του Δημήτρη?"
"Κάθε πρωί ψήνω δυο από αυτά. Το ένα το παίρνεις εσύ και το άλλο ένα παιδί που δουλεύει παραδίπλα."
Φοράω το γυαλί. "Ναι, θα πάρω και το πιτάκι του Δημήτρη."
Πάμε λοιπόν πάλι προς τα μέσα να μου τυλίξει και το δεύτερο. Και μαντέψτε ποιος κάνει εμφάνιση εκείνη ακριβώς τη στιγμή.
Ο Δημήτρης.
Σίγουρος για τον εαυτό του, απλώνει τη χερούκλα του για να πάρει το πιτάκι.
"Δεν είναι για σένα" του λέει η τρομερά επεξηγηματική κυρά Τασούλα "σήμερα η NamNaira πεινάει πολύ και πήρε και τα δυο πιτάκια. Έλα σε κανένα μισάωρο, θα σου ψήσω άλλο."
Γυρίζει. Με κοιτάει. Και σαφώς ενοχλημένος αλλά παράδοξα κεφάτος λέει.
"Κοπελιά, αυτά παχαίνουν!"
Βγάζω το γυαλί.
Τον κοιτάω ανέκφραστα.
Τον κοιτάω ακόμα πιο ανέκφραστα.
Τον κοιτάω λίγο ακόμα, πριν μπω στο γκίνες του πιο ανέκφραστου προσώπου.
Φοράω το γυαλί. Φεύγω αγκαλιά με τα πιτάκια.
Η ιστορία όμως δεν τελειώνει εδώ.
Σήμερα το πρωί στο μαγαζί της κυρά Τασούλας. "NamNaira, έλα σε κανένα μισάωρο. Mόλις πέρασε ο Δημήτρης και πεινούσε πολύ".